ῥαθάμιγξ

ῥαθάμιγξ
ῥαθάμιγξ
drop
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ῥαθάμιγγα — ῥαθάμιγξ drop fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθάμιγγας — ῥαθάμιγξ drop fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθάμιγγες — ῥαθάμιγξ drop fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθάμιγγι — ῥαθάμιγξ drop fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθάμιγγος — ῥαθάμιγξ drop fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαθάμιγξι — ῥαθάμιγξ drop fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευραθάμιγξ — εὐραθάμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που στάζει πολύ, ο κάθυγρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] …   Dictionary of Greek

  • εϋρραθάμιγξ — ἐϋρραθάμιγξ, ὁ, ἡ (Α) (για οίνο) με ωραίες σταγόνες, με ωραίες σταλαγματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] …   Dictionary of Greek

  • μελιρραθάμιγξ — μελιρραθάμιγξ, ιγγος, ό και ἡ (Α) 1. αυτός που στάζει μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥαθάμιγξ «σταγόνα, σταλαγματιά» (πρβλ. πολυ ρραθάμιγξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”